Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στα δυο

  • 1 на

    на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά
    * * *
    I
    1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; για

    на столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι

    на бума́ге — στο χαρτί

    я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…

    2) (при обознач. направления) σε, προς

    я иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο

    на восто́к — προς την ανατολή

    3) (при обознач. средства передвижения) με

    пое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο

    е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο

    4) (при обознач. срока, времени) για

    я прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες

    назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα

    на сле́дующий день — την άλλη μέρα

    на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα

    5) (при обознач. меры, количества) για;σε

    на двух челове́к — για δύο άτομα

    раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο

    ••

    перевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά

    II
    ( возьми) να!, πάρε!

    Русско-греческий словарь > на

  • 2 вдвое

    επίρ.
    δυο φορές, δις•

    вдвое больше δυο φορές περισσότερο•

    вдвое меньше δυο φορές λιγότερο.

    || στα δυο, διπλά•

    сложить листок бумаги вдвое διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο.

    Большой русско-греческий словарь > вдвое

  • 3 вдвое

    вдвое
    нареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):
    \вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο.

    Русско-новогреческий словарь > вдвое

  • 4 пополам

    пополам 1) (на две равные части) στη μέση, στα δυο 2) (наполовину) μισό και μισό
    * * *
    1) ( на две равные части) στη μέση, στα δυο
    2) ( наполовину) μισό και μισό

    Русско-греческий словарь > пополам

  • 5 пополам

    пополам
    нареч ἐξ ἡμισείας, στά δυό (на две половины)/ μισό (καί) μισό, ἀπό μισά (поровну):
    разделить \пополам μοιράζω (или χωρίζω) στά δυό· ◊ с грехом \пополам κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > пополам

  • 6 двоить

    двою, двоишь, ρ.δ.μ.
    1. χωρίζω στα δυό,
    2. διπλώνω στα δυό.
    3. βλ. вздвоить (2 σημ.).
    εκφρ.
    в глазах -ит – βλέπω διπλά τα αντικείμενα.
    διχάζομαι•

    дорога здесь -лась ο δρόμος εδώ διχάζονταν.

    || φαίνομαι διπλός•

    двоить в глазах βλέπω διπλά τα αντικείμενα.

    Большой русско-греческий словарь > двоить

  • 7 надвое

    επίρ.
    1. στα δυο•

    расколоть надвое σχίζω στα δυο.

    2. διφορούμενα, ήξεις αφήξεις.

    Большой русско-греческий словарь > надвое

  • 8 напополам

    επίρ.
    (απλ.) στη μέση, στα δυό•

    дели напополам μοίραζε στα δυό.

    Большой русско-греческий словарь > напополам

  • 9 рассечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. рассек
    -ла, -ло-κ. παλ. -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеченный
    -чен, -чена, -чено κ. παλ. рассеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω• διαμελίζω, λιανίζω.
    2. σχίζω• ανοίγω•

    рассечь труп σχίζω το πτώμα.

    3. διασχίζω•

    пароход -ек волны το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα•

    само-лт -к воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα.

    || (δια)χωρίζω•

    шоссе -ло лес на две части ο αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος στα δυό.

    4. (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα.
    (δια)χωρίζομαι•

    нитка -лась η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες).

    Большой русско-греческий словарь > рассечь

  • 10 сдвоить

    сдвою, сдвоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сдвоенный, βρ: -сдвоен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διπλασιάζω• διπλώνω, επαναλαβαίνω δυοφορές.
    2. εκτελώ δυό φορές•

    сдвоить пашню διβολίζω.

    διπλασιάζομαι, διπλώνομαι•

    дратва -лась το ράμμα διπλώθηκε, έγινε στα δυό.

    || επαναλαβαίνομαι δυο φορές. || συνδέομαι• μπαίνω ανα δυό.

    Большой русско-греческий словарь > сдвоить

  • 11 раздваиваться

    раздваивать||ся
    1. διχάζομαι, διαιρούμαι σέ δύο·
    2. перен διχάζομαι, διαιρούμαι στά δυό.

    Русско-новогреческий словарь > раздваиваться

  • 12 раздвоить

    -вою, -воишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздвоенный, βρ: • -воен, -а, -о
    κ. раздвонный, βρ: -вон, -воена, -воено
    ρ.σ.μ. διχάζω, δυάζω, διχοτομώ, χωρίζω στα δυό.
    διχάζομαι, διχοτομούμαι, χωρ ίζομαιστα δυο.

    Большой русско-греческий словарь > раздвоить

  • 13 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 14 делить

    1. мат. διαιρώ 2. (классифицировать, группировать) ταξινομώ Зашкалу, циферблат) διαβαθμίζω (την κλίμακα) 4. (разделять, совместно пользоваться чем-л.) (δια)μοιράζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делить

  • 15 раздвоить

    διχοτομώ
    μοιράζω στα δύο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздвоить

  • 16 делицть

    дели́цть
    несов
    1. (на части) διαιρώ, χωρίζω, (δια)μοιράζω/ διανέμω, κατανέμω (распределять):
    \делицть поровну χωρίζω (или μοιράζω) σέ ίσα μέρη· \делицть пополам χωρίζω (или μοιράζω) στά δύο·
    2. мат διαι-ρῶ· 3.:
    \делицть с кем-л что-л. μοιράζομαι μέ κάποιον мы \делицтьли горе и радость μαζί μοιραζόμαστε τίς πίκρες καί τις χαρές· ◊ \делицть шкуру неубитого медведя погов. шутл.ха ψάρια στό γιαλό καί μεϊς τά τηγανίζουμε.

    Русско-новогреческий словарь > делицть

  • 17 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 18 надвое

    надвое
    нареч (пополам) στά δύο· ◊ это еще бабушка \надвое сказала погов. τρέχα γύρευε.

    Русско-новогреческий словарь > надвое

  • 19 переламывать

    переламывать
    несов (надвое) σπάζω στά δυό / τσακίζω (дерево).

    Русско-новогреческий словарь > переламывать

  • 20 переламываться

    переламывать||ся
    (надвое) σπάζω στά δυό (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > переламываться

См. также в других словарях:

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»